- βηλαρικός
- βηλαρικός, -ή, -όν (AM) (Μ και βιλλαρικός)χωριάτικος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βηλαρικός < βηλάρι, ενώ ο τ. βιλλαρικός < λατ. villaris, villaticus «αυτός που ανήκει σε αγρόκτημα, έπαυλη» < villa «μικρή αγροτική κατοικία, αυλή»].
Dictionary of Greek. 2013.